- σηρικοδιαστής
- σηρῐκο-διαστής, οῦ, ὁ,A silk-weaver, Ps.-Callisth.3.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σηρικοδιαστής — ὁ, Μ αυτός που υφαίνει μεταξωτά υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηρικός «μεταξωτός» + διαστής (< διάζομαι «ετοιμάζω το στημόνι για τον αργαλειό, υφαίνω»)] … Dictionary of Greek
σηρικοδιασταῖς — σηρικοδιαστής silk weaver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)